- ταχυπιεστήριο
- τομηχανικό κυλινδρικό πιεστήριο που εκτυπώνει με μεγάλη ταχύτητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταχυπιεστήριο — το, Ν (τυπογρ.) μηχανοκίνητο τυπογραφικό πιεστήριο που εκτυπώνει με μεγάλη ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πιεστήριο. Η λ. είναι απόδοση τού γερμ. Schnellpresse και μαρτυρείται από το 1837 στο ημερολόγιο Εφετηρίς τού Α. Ι. Κλάδου] … Dictionary of Greek
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek